- παιδόπολη
- η1. περιοχή με σαφώς υπερισχύουσα αναλογία τού αριθμού τών παιδιών2. περιοχή η οποία έχει παραχωρηθεί για κατοικία ορφανών και εγκαταλελειμμένων παιδιών, καθώς και τών προσώπων που τά φροντίζουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παιδόπολη Απόστολος Παύλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Τιρνάβου, του νομού Λαρίσης. Διοικητικά υπάγεται στον δήμο Γιαννούλης … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Μακαρένκο, Αντόν Σεμιόνοβιτς — (Anton Semyonovich Makarenko, Μπιελοπόλ Χάρκοβο 1888 – Μόσχα 1939). Ρώσος εκπαιδευτικός και παιδαγωγός. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του σοβιετικού σχολείου. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να διδάσκει σε σχολεία φυλακών και από το 1914 έως το 1917 … Dictionary of Greek